Horror Stories Event - Story XIII - Το σκιάχτρο
Έξω από ένα μικρό ορεινό χωριό ζούσε ένας αγρότης. Κανένας από το χωριό δεν τον είχε δει και είκαζαν όλοι ότι ήταν άνδρας. Η μόνη ένδειξη ότι ζούσε κάποιος εκεί ήταν η πάντα καπνισμένη καμινάδα από το φτωχό αγροτόσπιτο.
Έξω από το σπίτι υπήρχε ένα εξίσου μικρό χωράφι με διάφορα φυτεμένα οπωροκηπευτικά. Και στη μέση του χωραφιού δέσποζε ένα σκιάχτρο. Το σκιάχτρο αυτό ήταν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα του κοντινού χωριού. Ο λόγος ήταν πως ήταν τόσο ρεαλιστικά φτιαγμένο, που αν εξαιρούσες ότι το υλικό κατασκευής του ήταν τα στάχυα, έμοιαζε πραγματικά σαν άνθρωπος.
Αυτό είχε κεντρίσει την περιέργεια των παιδιών που μία μέρα μαζεύτηκαν παρέα όλα μαζί για να πάνε να δουν το περιβόητο σκιάχτρο.
Όταν έφθασαν στο μικρό αγροτόσπιτο στην αρχή τρόμαξαν όταν το είδαν. Με τη φασαρία που έκαναν, τα κοράκια που κάθονταν πάνω του πέταξαν κράζοντας δυνατά, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο την τρομάρα των παιδιών μεγαλύτερη. Τα παιδιά εν τέλει έτρεξαν μακριά προς κάθε κατεύθυνση.
Την επόμενη μέρα τα μεγαλύτερα από αυτά αποφάσισαν να ξαναπάνε. Αυτή τη φορά δεν τρόμαξαν και πλησίασαν το σκιάχτρο. Αφού το περιεργάστηκαν, άρχισαν να το σπρώχνουν, με αποτέλεσμα το σκιάχτρο να πέσει στο έδαφος. Αμέσως, τα παιδιά έτρεξαν μακριά φοβούμενα κάποια τιμωρία.
Μα δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Έτσι, τα παιδιά κάθε μέρα πήγαιναν εκεί, έβρισκαν όρθιο το σκιάχτρο και το πετούσαν κάτω. Ώσπου κάποια στιγμή ένα αγόρι, το μεγαλύτερο από αυτά, σκέφτηκε να πάνε βράδυ αυτή τη φορά και να το κάψουν. Αν και υπήρχε κάποιος δισταγμός από τους υπόλοιπους, τελικά ενέδωσαν στο σχέδιο.
Το ίδιο βράδυ, κρατώντας πυρσούς στα χέρια, κατευθύνονταν προς το αγροτόσπιτο. Όταν έφτασαν ήταν διστακτικά στο να το κάψουν. Ο αρχηγός τους, πεπεισμένος ότι κανείς δεν μένει εδώ, προχώρησε μόνος του μπροστά. Όταν πλησίασε το σκιάχτρο, άπλωσε τη δάδα του και του έβαλε φωτιά. Αμέσως, τα άλλα παιδιά το έβαλαν στα πόδια. Το αγόρι όμως έμεινε εκεί να απολαμβάνει το θέαμα.
Ξαφνικά, ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο του. Ξαφνιασμένο γύρισε το κεφάλι του να δει και διέκρινε έναν άνδρα με άγρια χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του να στέκεται από πάνω του κοιτώντας τον απειλητικά. Το αγόρι τρομαγμένο πήγε να φωνάξει, αλλά όλα σκοτείνιασαν.
Κάποια στιγμή το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Έμοιαζε να ήταν ξαπλωμένο κάπου, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είδε τον άνδρα να πλησιάζει και άρχισε να φωνάζει.
«Φώναξε όσο θες» είπε ο άγνωστος άνδρας με χοντρή αλλά ήρεμη φωνή. «Αύριο όλοι θα έχουν ξεχάσει την ύπαρξή σου» συμπλήρωσε και για άλλη μια φορά όλα σκοτείνιασαν.
Μόλις βρήκε ξανά τις αισθήσεις του το αγόρι, ένιωσε να τυφλώνεται από τον ήλιο. Περιεργάζοντας καλύτερα το περιβάλλον του, αντιλήφθηκε ότι ήταν στην εξοχή. Φαινόταν να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Προσπάθησε να κουνήσει το σώμα του αλλά δεν μπορούσε. Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι του αλλά ούτε και αυτό ήταν εφικτό. Μπορούσε να δει μόνο στην ευθεία του προς μια συστάδα δέντρων.
Εκείνη τη στιγμή είδε κίνηση ανάμεσα στα δέντρα και σε λίγο ένα αίσθημα χαράς τον τύλιξε, αφού έβλεπε τους φίλους του να βγαίνουν από τα δέντρα κρατώντας αναμμένους πυρσούς. Τους φώναξε για βοήθεια, αλλά οι φίλοι του δεν φάνηκε να του δίνουν σημασία. Το αγόρι συνέχισε να τους μιλάει, όσο εκείνοι τον πλησίαζαν, αλλά και πάλι καμία αντίδραση από τα παιδιά.
Μέχρι που όλα μαζί τέντωσαν τις δάδες τους πάνω του. Σύντομα ένιωσε έντονο πόνο, καθώς το αχυρένιο του κορμί του τυλιγόταν στις φλόγες.
Ούρλιαζε με αναφιλητά, ενόσω έβλεπε τους φίλους του να το βάζουν στα πόδια χαχανίζοντας.