Horror Stories Event - Story XII - Η ληστεία

2023-10-12
created with Wombo Dream
created with Wombo Dream

Παρακολουθούσαν για αρκετές μέρες το μεγάλο σπίτι στην άκρη του δρόμου. Από τα παράθυρά του μπορούσε ο καθένας να δει την πληθώρα των χρυσών αντικειμένων, που είτε ήταν κρεμασμένα στους τοίχους είτε διακοσμούσαν γενικά τον χώρο. Κανένας από τους ενοίκους δεν είχε εμφανιστεί αυτό το διάστημα.

Από ότι φαινόταν, σήμερα θα ήταν το βράδυ που θα έκαναν την τύχη τους. Βγήκαν ταυτόχρονα από το αυτοκίνητό τους, το οποίο το είχαν παρκαρισμένο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από το σπίτι. Οι δύο κλέφτες κινήθηκαν γοργά, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη σχετική ερημιά της περιοχής. Δεν άργησαν να φθάσουν στη βαριά εξώπορτα. Ο ένας γρήγορα έσκυψε μπροστά της και άνοιξε το βαλιτσάκι με τα εργαλεία του.

«Κάνε γρήγορα Πωλ» είπε ψιθυριστά αυτός που κρατούσε τσίλιες.

Ο Πωλ αμέσως ξεκίνησε να δουλεύει στην κλειδαρότρυπα με τα εργαλεία του. Λίγες στιγμές αργότερα σταμάτησε. «Τζιμ, η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη» αποκρίθηκε εκείνος προβληματισμένος.

«Κάναμε την τύχη μας σήμερα» αποκρίθηκε χαρούμενος ο Τζιμ.

«Τζιμ, δεν μου αρέσει αυτό»

«Πωλ, άσε την κλάψα και πάμε μέσα»

Άνοιξαν την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν και μπήκαν μέσα. Ο Πωλ έβγαλε από το σακίδιό του δύο μεγάλους σάκους και άρχισε να γεμίζει τον ένα με ό,τι χρυσό αντικείμενο έβρισκε. Ο Τζιμ παράλληλα χάζευε το εσωτερικό του σπιτιού, χαμογελώντας χαιρέκακα.

«Πωλ, άστα αυτά. Ας εξερευνήσουμε το σπίτι πρώτα»

«Γιατί να μην πάρουμε ό,τι έχει εδώ και να φύγουμε; Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Μου φαίνεται πολύ εύκολο»

«Πωλ, σταμάτα να είσαι κότα. Οι ιδιοκτήτες λείπουν. Ένα τόσο μεγάλο σπίτι σίγουρα θα έχει πιο πολύτιμα πράγματα να κλέψουμε» σχολίασε ο Τζιμ και ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε ότι δεν θα δεχόταν αντιρρήσεις.

Ο Πωλ υπάκουσε και πλησίασε τον συνεργάτη του που καθόταν δίπλα σε μία πόρτα. Όταν την άνοιξαν, παρατήρησαν έναν μακρύ και σκοτεινό διάδρομο ο οποίος απλωνόταν μπροστά τους. Ανάβοντας τους φακούς τους προχώρησαν λοιπόν αργά μέσα στον διάδρομο. Ο Πωλ μπροστά και ο Τζιμ πίσω του.

Καθώς περπατούσαν, έπειτα από ένα βήμα του Πωλ, το έδαφος φάνηκε να υποχωρεί, ενώ παράλληλα ένας μηχανικός ήχος ακούστηκε. Ξαφνικά, ο Πωλ φώναξε διότι ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο πόδι του. Σωριάστηκε στο έδαφος και ο φακός του έπεσε κάτω και έσβησε. Ύστερα, ένας δυνατός γδούπος ήχησε, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα γιατί και ο φακός του Τζιμ είχε σβήσει και αυτός. Άρχισε να φωνάζει τον φίλο του, μα δεν πήρε απάντηση.

Έπειτα από λίγο, ο διάδρομος φωτίστηκε, καθότι άναψαν οι λάμπες που υπήρχαν στην οροφή του. Ο Πωλ ξαφνιάστηκε, αλλά τώρα μπορούσε να δει το πόδι του. Ένα μεταλλικό βέλος είχε τρυπήσει τον αριστερό μηρό του, ο οποίος αιμορραγούσε. Αριστερά και δεξιά του υπήρχαν και άλλα βέλη που είχαν καρφωθεί στον τοίχο δίπλα του. Στη συνέχεια, κοίταξε προς τον Τζιμ, ο οποίος κείτονταν πλέον στο πάτωμα νεκρός, έχοντας δεχτεί ένα παρόμοιο βέλος στον λαιμό του.

Αμέσως μετά, ακούστηκε μία πόρτα να ανοίγει και έκανε την εμφάνισή του ένας ηλικιωμένος άνδρας, ο οποίος έσπρωχνε μπροστά του ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Πλησίασε τον Πωλ και τον βοήθησε να κάτσει στο καροτσάκι. Παρά την ηλικία του, ο μυστηριώδης άντρας φαινόταν πολύ δυνατός.

Παρόλες τις ερωτήσεις και τα παρακάλια του Πωλ, ο γέρος δεν απάντησε σε τίποτα. Αντιθέτως, προχώρησε προς το πτώμα του Τζιμ και το κλώτσησε για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός.

«Κρίμα βρε Τζιμ. Θα ήσουν ένα ωραίο έκθεμα» τόνισε με βαριά φωνή και φανερά απογοητευμένος ο γέροντας. «Θα πρέπει να βάλω πιο χαμηλά τα βέλη» πρόσθεσε, ενώ κοιτούσε τις τρύπες που είχε ο τοίχος από τον οποίο είχαν εκτοξευτεί τα μεταλλικά βέλη.

«Πώς ξέρεις το όνομά του;» ρώτησε σαστισμένος ο Πωλ.

«Όλα τα ξέρω Πωλ» απάντησε ο γέρος και τον πλησίασε. «Περίμενα περισσότερα από εσάς. Ειδικά από εσένα Πωλ. Αν είχες πάρει απλά τον σάκο σου, τώρα θα ήσουν ευτυχισμένος» συνέχισε να του μιλάει, καθώς τον οδηγούσε πιο μέσα στον διάδρομο.

Έπειτα, άνοιξε μία άλλη πόρτα και αμέσως μετά μπήκαν σε έναν ανελκυστήρα που οδηγούσε αρκετά βαθιά κάτω από το έδαφος.

«Πού με πας;» ρώτησε φανερά έντρομος ο Πωλ.

«Ήσουν άπληστος Πωλ. Δεν με απασχολεί το γεγονός ότι είσαι κλέφτης. Αλλά η απληστία σου πρέπει να τιμωρηθεί»

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε και μόλις η πόρτα άνοιξε ο Πωλ κατάλαβε ότι βρίσκονταν μέσα σε μία σπηλιά. Το αίμα του πάγωσε όταν είδε μερικές ντουζίνες ανθρώπους δεμένους και κρεμασμένους περιμετρικά της σπηλιάς. Από όλους έλειπαν τα χέρια από τον αγκώνα και κάτω, ενώ οροί που συνδέονταν με τα σώματά τους ήταν προσεκτικά τοποθετημένοι δίπλα τους.

Ο γέρος οδήγησε το καροτσάκι στο κέντρο της σπηλιάς όπου υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι γεμάτο με ξεραμένο αίμα. Στη μία του άκρη υπήρχαν καμιά δεκαριά μπαλτάδες, σε διάφορα μεγέθη, καρφωμένοι πάνω του.

Ύστερα, έσκυψε προς το μέρος του Πωλ και τον κοίταξε κατάματα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του.

«Λοιπόν, Πωλ... Σε ποιο σημείο θέλεις να σε κρεμάσω;»