Horror Stories Event - Story XXIV - Γαμήλια νύχτα
Μόλις είχαν φθάσει στο υπέροχα ανακαινισμένο παλαιό αρχοντικό. Εκείνη και ο μέλλοντας σύζυγός της είχαν επιλέξει το συγκεκριμένο κτίριο για τελέσουν το μυστήριο του γάμου τους σε μία εβδομάδα από τώρα. Αποφάσισαν παράλληλα να έρθουν νωρίτερα εδώ και να περάσουν μερικές μέρες χαράς και ξεκούρασης.
Το αρχοντικό ήταν αρκετά ευρύχωρο για να φιλοξενήσει τους καλεσμένους τους, τόσο για το γαμήλιο τραπέζι όσο και για την μετέπειτα δεξίωση, ενώ η τελετή του γάμου θα γινόταν στην αυλή η οποία θα στολιζόταν με πολύχρωμα λουλούδια.
Η πρώτη μέρα λόγω του ταξιδιού αλλά και της εξερεύνησης του σπιτιού ήταν αρκετά κουραστική. Οπότε αποφάσισαν να αποσυρθούν νωρίς. Μόλις ξάπλωσαν εκείνος αποκοιμήθηκε αμέσως. Εκείνη όμως είχε υπερένταση. Σκεφτόταν τον γάμο της και πως όλα θα έπρεπε να είναι στην εντέλεια.
Ξαφνικά, όμως, η πόρτα ξεκίνησε να ανοίγει αργά, κάνοντας ένα ελαφρύ τρίξιμο. Εκείνη κοκάλωσε από τον θόρυβο. Αν και ήταν σκοτεινά, η σιλουέτα της πόρτας που άνοιγε ήταν ευδιάκριτη. Μόλις άνοιξε τελείως, μία γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα λευκά έμοιαζε να στέκεται ακριβώς κάτω από την κάσα της πόρτας.
Εκείνη ούρλιαξε κάνοντας τον σύντροφό της να πεταχτεί απότομα και να ανάψει το μικρό φωτιστικό που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα του.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ξαφνιασμένος
«Εκεί! Μία γυναίκα άνοιξε την πόρτα και μας κοιτούσε» απάντησε εκείνη, ενώ έτρεμε, και έδειξε με το δάχτυλό της την πόρτα.
Εκείνος κοίταξε προς το μέρος της πόρτας, η οποία και ήταν κλειστή.
«Έφη, νομίζω ότι είσαι πολύ στρεσαρισμένη με τον γάμο μας και βλέπεις πράγματα» αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ύστερα, την πήρε αγκαλιά και αποκοιμήθηκαν.
Το επόμενο βράδυ η πόρτα άνοιξε ξανά, αλλά η φιγούρα με τα λευκά ρούχα είχε μετακινηθεί στη μέση της απόστασης από το κρεβάτι ως την πόρτα. Η Έφη ούρλιαξε για άλλη μια φορά μα, όπως και το προηγούμενο βράδυ, ο σύντροφός της δεν είδε τίποτα. Η πόρτα ήταν και πάλι κλειστή.
Το πρωί η Έφη του ζητούσε σχεδόν ικετευτικά να αλλάξουν την τοποθεσία του γάμου τους. Το φοβόταν αυτό το αρχοντικό και ήθελε να φύγει. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος υποστηρίζοντας πως τους είχε κοστίσει ήδη πολλά χρήματα για να νοικιάσουν το μέρος και δεν μπορούσαν να κάνουν μία τέτοια αλλαγή την τελευταία στιγμή.
Το τρίτο βράδυ η φιγούρα είχε φθάσει ως την άκρη του κάτω μέρους του κρεβατιού. Η Έφη μπορούσε να την διακρίνει καλύτερα. Το λευκό της φόρεμα ήταν ένα νυφικό μιας άλλης εποχής, ενώ το πρόσωπό της καλυπτόταν από ένα λευκό βέλο.
Το επόμενο βράδυ η Έφη άκουσε την πόρτα να ανοίγει για ακόμα μία φορά, αλλά δεν είδε την περίεργη φιγούρα. Έπειτα, κοίταξε ασυναίσθητα στα δεξιά της και τότε την είδε. Η νύφη στεκόταν πάνω από το προσκεφάλι του συντρόφου της. Η Έφη ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη και στη συνέχεια ακολούθησε ένας μεγάλος καβγάς με τον σύντροφό της.
Τις επόμενες μέρες η σχέση του ζευγαριού ήταν τεταμένη. Ωστόσο, τα υπόλοιπα βράδια εκείνη δεν ξαναείδε την τρομακτική νύφη.
Η ημέρα του γάμου ήρθε σύντομα. Όλα ήταν πράγματι στην εντέλεια, αλλά εκείνη που δεν περνούσε καλά φαινόταν να είναι η Έφη. Δεν μιλούσε πολύ με τους καλεσμένους της και σχεδόν καθόλου με τον σύζυγό της πλέον.
Εκείνος νιώθοντας άσχημα για όλο αυτό που έγινε μεταξύ τους, αποφάσισε να της κάνει μία έκπληξη ώστε η γυναίκα του να νιώσει καλύτερα. Έτσι, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι την οδήγησε προς την κρεβατοκάμαρα. Μόλις άνοιξε την πόρτα, εκείνη εντυπωσιάστηκε. Το δωμάτιο ήταν στολισμένο ολόκληρο με λουλούδια, ενώ κεριά ήταν αναμμένα στο πάτωμα.
Η Έφη μετά από μέρες χαμογελούσε ξανά. Έπιασε το χέρι του συζύγου της και τον οδήγησε προς το κρεβάτι. Ύστερα, τον φίλησε παθιασμένα και τον έσπρωξε πάνω στο στρώμα.
Εκείνος ξαφνιασμένος έπεσε με δύναμη πάνω στο κρεβάτι. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν μπορούσε, σαν αόρατα δεσμά να τον κρατούσαν φυλακισμένο. Έντρομος κοίταξε την γυναίκα του, μα αυτή δεν ήταν η Έφη. Το πρόσωπο της γυναίκας που ήταν μπροστά του ήταν παραμορφωμένο, σαν να είχε υποστεί εγκαύματα. Άρχισε να φωνάζει, αλλά η γυναίκα ατάραχη προχώρησε μερικά βήματα και σήκωσε ένα κερί από το πάτωμα. Έπειτα, το πέταξε πάνω στο κρεβάτι και τα ρούχα του άρπαξαν αμέσως φωτιά.
«Έπρεπε να πιστέψεις την γυναίκα σου» είπε με παραμορφωμένη φωνή η γυναίκα που στεκόταν μπροστά του και στη συνέχεια προχώρησε αργά έξω από το δωμάτιο.
Η Έφη, σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο, βρήκε τον εαυτό της να βρίσκεται ξαπλωμένο στο χώμα έξω από το αρχοντικό. Όμως μπροστά της το οίκημα είχε καεί ολοσχερώς.