Horror Stories Event - Story XXX - Τα φύλλα
Σε έναν κόσμο μακρινό, αλλά σχεδόν ίδιο με τον δικό μας, οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί είχαν πολύ καλύτερη επαφή με τη φύση από ότι εμείς. Ήταν συνδεδεμένοι με το περιβάλλον τους και εκείνο μαζί τους.
Είχαν και εκείνοι τις ίδιες εποχές, όμως η πιο σημαντική για αυτούς ήταν το φθινόπωρο. Όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τον ερχομό του. Πιο συγκεκριμένα, περίμεναν να δουν τα χρώματα των φύλλων στα δέντρα.
Κάθε χρόνο αυτήν την εποχή τα φύλλα έπαιρναν το χρώμα τους με βάση τα συναισθήματα των ανθρώπων. Συνήθως είχαν ανοιχτά χρώματα όπως ροζ, κόκκινο, λιλά και γαλάζιο. Την περασμένη χρονιά ήταν ολόχρυσα και το κάθε δέντρο έλαμπε.
Φέτος, εκείνη με τους γονείς της περίμενε με λαχτάρα τα φετινά χρώματα. Σήμερα που ήταν η αλλαγή της εποχής, ήταν και τα γενέθλιά της. Θα γινόταν δεκαπέντε ετών.
Περίμεναν όλοι μαζί με προσμονή την ανατολή και το πρώτο φως του φθινοπωρινού ήλιου.
Ο ήλιος δεν άργησε να ρίξει τις πρώτες του ακτίνες, οι οποίες έπεσαν λαίμαργα πάνω στα πράσινα φύλλα και τα φύλλα άρχισαν να αλλάζουν χρώμα. Το πρώτο φύλλο έγινε κατάμαυρο. Και το δεύτερο. Και το τρίτο. Σιγά σιγά όλα τα φύλλα μαύρισαν.
Όλοι κοίταζαν ο ένας τον άλλον έντρομοι, καθώς όλα τα δέντρα είχαν πλέον μαύρα φύλλα. Ένας ανυπέρβλητος φόβος κυρίευσε τις καρδιές τους. Αμέσως, όλοι γύρισαν στα σπίτια τους προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτό το συναίσθημα.
Το ίδιο βράδυ εκείνη παρατηρούσε θλιμμένη από το παράθυρό της τον όμορφο κόσμο της να έχει αλλάξει τόσο ξαφνικά. Άκουγε εδώ και ώρα τον ανεπαίσθητο ήχο που έκαναν τα φύλλα των δέντρων που λικνίζονταν από το απαλό αεράκι. Δεν της άρεσε αυτός ο ήχος. Ήταν διαφορετικός από ότι συνήθως.
Τότε, παρατήρησε ότι τα φύλλα δεν κουνιόνταν. Δεν είχε αέρα σήμερα. Και οι ήχοι που άκουγε ήταν ψίθυροι. Ακαταλαβίστικοι ψίθυροι. Μία ρίγη διαπέρασε το κορμί της όταν συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που άκουγε.
Ξαφνικά, άκουσε το κλάμα του μικρού αδελφού της. Βγήκε γρήγορα από το δωμάτιό της και έτρεξε στο δωμάτιό του. Μόλις πήγε κοντά του, το θέαμα την άφησε παγωμένη. Το τρίχρονο παιδί έκλαιγε ασταμάτητα, ενόσω έβλεπε τους γονείς του να κρατάνε από ένα μαχαίρι στο χέρι και να μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον.
Εκείνη έβαλε τις φωνές, κερδίζοντας την προσοχή τους. Οι δύο ενήλικοι σταμάτησαν και την κοίταξαν κατάματα. Δεν φάνηκαν να την αναγνωρίζουν. Εκείνη τη στιγμή, παρατήρησε πως και η μάνα της και ο πατέρας της είχαν μαύρα μάτια.
Χωρίς να χάσει χρόνο πήρε τον αδελφό της αγκαλιά και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Από τα κοντινά σπίτια είδε και άλλα παιδιά να βγαίνουν τρέχοντας από τα σπίτια τους και να προσπαθούν να κρυφτούν ανάμεσα στα δέντρα. Έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της τον αδελφό της και μπήκε και αυτή στο δάσος.
Το αγόρι σταμάτησε να κλαίει και έπειτα την κοίταξε με τα φοβισμένα του μάτια. «Οι σκιές ήρθαν. Οι σκιές θα πάρουν τους μεγάλους!» της είπε και αποκοιμήθηκε.